βασιληις

βασιληις
    βασιληΐς
    βᾰσῐληΐς
    -ΐδος adj. f царская, царственная
    

(τιμή Hom., Hes., Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βασιληις" в других словарях:

  • βασιληίς — βασιληΐς, η (Α) [βασιλεύς] 1. ως επίθ. βασιλική, αυτή που ταιριάζει σε βασιλιά 2. ως ουσ. η βασίλισσα …   Dictionary of Greek

  • βασιληίς — royal fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδα — βασιληίς royal fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδας — βασιληίς royal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδες — βασιληίς royal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδι — βασιληίς royal fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιληίδος — βασιληίς royal fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»